Είναι ευκολότερο να διασπάσεις ένα άτομο
παρά μια προκατάληψη.
Ο χαρακτήρας της προκατάληψης
Ο ιταλός φιλόσοφος και πολιτειολόγος Νορμπέρτο Μπόμπιο:
Συνήθως, αποκαλούμε «προκατάληψη» μια γνώμη ή ένα σύνολο γνωμών, σε
ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και μιαν ολόκληρη θεωρία, που γίνεται άκριτα και
παθητικά αποδεκτή από παράδοση, από συνήθεια ή από μιαν αυθεντία της οποίας τις
γνωμοδοτήσεις τις αποδεχόμαστε χωρίς να τις συζητάμε: «άκριτα» και «παθητικά»
στο βαθμό που την αποδεχόμαστε χωρίς να την ελέγχουμε, από αδράνεια ή από
σεβασμό ή από φόβο και την αποδεχόμαστε με τόση δύναμη ώστε αντιστέκεται σε
κάθε ορθολογική ανασκευή, δηλαδή σε κάθε ανασκευή που γίνεται με προσφυγή σε
ορθολογικά επιχειρήματα.
Γι’ αυτό λέγεται εύλογα ότι η προκατάληψη ανήκει στη σφαίρα του
ανορθολογικού, στο σύμπλεγμα εκείνων των πεποιθήσεων που δεν γεννιούνται από
την επιχειρηματολογημένη σκέψη και που διαφεύγουν από κάθε αμφισβήτηση
θεμελιωμένη σε μια λογική επιχειρηματολογία.
Αυτό το στοιχείο ανορθολογικότητας χρησιμεύει στο να διακρίνουμε την
προκατάληψη από οποιαδήποτε άλλη μορφή εσφαλμένης γνώμης. Η προκατάληψη είναι
μια εσφαλμένη γνώμη την οποία πιστεύουμε ισχυρά σαν αληθινή, αλλά δεν μπορεί να
θεωρηθεί προκατάληψη κάθε εσφαλμένη γνώμη. Για να αναφέρουμε ένα κοινότοπο
παράδειγμα, όλοι μας, όταν μελετάμε μια ξένη γλώσσα, κάνουμε λάθη. Πρόκειται
όμως για λάθη που δεν πηγάζουν από προκατάληψη, επειδή πηγάζουν απλά και καθαρά
από την άγνοιά μας για ορισμένους κανόνες αυτής της γλώσσας. Ένα άλλο είδος
λάθους που δεν πρέπει να συγχέεται με την προκατάληψη είναι εκείνο στο οποίο
πέφτουμε όταν ξεγελιόμαστε από κάποιον, που μας κάνει να πιστέψουμε ότι είναι
αληθινό κάτι που δεν είναι αληθινό.
Εμείς μπορεί να πέσουμε καλόπιστα στο λάθος, αλλά και σε αυτή την
περίπτωση, όταν αποκαλυφθεί η απάτη, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το λάθος
και να αποκαταστήσουμε την αλήθεια. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι διακρίνονται
από εκείνη την εσφαλμένη γνώμη στην οποία έγκειται η προκατάληψη όλες οι μορφές
οι οποίες, επειδή δεν πηγάζουν από ανορθολογικές πηγές, μπορούν να διορθωθούν
με τη βοήθεια του λόγου και της εμπειρίας. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να
διορθωθεί ή μπορεί να διορθωθεί λιγότερο εύκολα, η προκατάληψη είναι ένα πιο
ανθεκτικό και κοινωνικά πιο επικίνδυνο λάθος.
Μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε γιατί η προκατάληψη έχει τόση δύναμη, ώστε να
αντιστέκεται περισσότερο από κάθε άλλο λάθος στην ορθολογική αμφισβήτηση.
Νομίζω ότι μπορούμε να δώσουμε αυτή την απάντηση: η δύναμη της προκατάληψης
εξαρτάται γενικά από το γεγονός ότι το να πιστεύουμε ως αληθινή αυτή την
εσφαλμένη γνώμη αντιστοιχεί στις επιθυμίες μας, υποκινεί τα πάθη μας,
εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Πίσω από τη δύναμη της πεποίθησης, με την οποία πιστεύουμε
σε αυτό που η προκατάληψη μάς κάνει να πιστεύουμε, βρίσκεται ένας πρακτικός
λόγος, μια προδιάθεση να πιστέψουμε στη γνώμη που η προκατάληψη μεταβιβάζει.
Υπάρχουν διάφορες μορφές προκατάληψης. Μια πρώτη χρήσιμη διάκριση είναι
εκείνη που πρέπει να κάνουμε ανάμεσα σε ατομικές προκαταλήψεις και συλλογικές
προκαταλήψεις. Αποκαλώ συλλογικές προκαταλήψεις τις προκαταλήψεις που
συμμερίζεται μια κοινωνική ομάδα. Η επικινδυνότητα των συλλογικών προκαταλήψεων
εξαρτάται από το γεγονός ότι πολλές συγκρούσεις μεταξύ ομάδων, που μπορεί και
να εκφυλίζονται στη βία, πηγάζουν από τον στρεβλό τρόπο με τον οποίο μια
κοινωνική ομάδα κρίνει την άλλη, μια κρίση που γεννάει έλλειψη κατανόησης,
αντιπαλότητα, εχθρότητα, περιφρόνηση κ.λπ.
Γενικά, αυτή η στρεβλή κρίση είναι αμοιβαία και από τη μια μεριά ως την
άλλη είναι τόσο ισχυρή όσο πιο έντονη είναι η ταύτιση των μεμονωμένων μελών της
ομάδας με την ομάδα τους. Η ταύτιση με την ομάδα μας μάς κάνει να νιώθουμε τον
άλλον σαν διαφορετικό ή ακόμη και σαν εχθρό. Σε αυτή την ταύτιση-αντιπαράθεση
συμβάλλει ακριβώς η προκατάληψη, δηλαδή η ιδέα που τα μέλη μιας ομάδας
σχηματίζουν για τα χαρακτηριστικά της αντίπαλης ομάδας, ιδέα που συνήθως είναι
αρνητική.
Οι ομαδικές προκαταλήψεις είναι αναρίθμητες, αλλά οι δύο ιστορικά πιο σημαντικές
και με τη μεγαλύτερη επιρροή είναι η εθνική προκατάληψη και η ταξική
προκατάληψη. Διόλου τυχαία, οι μεγάλες συγκρούσεις που σημάδεψαν όλη την
ιστορία της ανθρωπότητας είναι εκείνες που προέκυψαν από τους πολέμους μεταξύ
εθνών ή λαών (ή ακόμη και φυλών) και από την πάλη των τάξεων.
Δεν υπάρχει έθνος που να μην συντηρεί μιαν επίμονη, ισχυρή, δύσκολα
τροποποιήσιμη ιδέα για την ταυτότητά του, που χαρακτηρίζεται ακριβώς από την
υποτιθέμενη διαφορετικότητά του από όλα τα άλλα έθνη. Φυσικά υπάρχει μεγάλη διαφορά,
μερικές φορές και αντίθεση, ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο ένας λαός βλέπει
τον εαυτό του και τον τρόπο με τον οποίο τον βλέπουν οι άλλοι λαοί. Αλλά γενικά
και οι δυο αυτοί τρόποι αποτελούνται από έμμονες ιδέες, από επιφανειακές
γενικεύσεις (όλοι οι Γερμανοί είναι αυταρχικοί, όλοι οι Ιταλοί είναι πονηροί
κ.λπ.), που αποκαλούνται ακριβώς γι’ αυτό το λόγο «στερεότυπα».
Για την ύπαρξη της ταξικής προκατάληψης δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι
άλλο, επειδή είναι ένα δεδομένο της κοινής εμπειρίας. Δεν χρειάζεται να
αποσαφηνίσω το ότι η ταξική σύγκρουση γεννιέται και από την προκατάληψη. Δεν
λέω ότι γεννιέται μόνον από την προκατάληψη. Γεννιέται από την πραγματική
αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που έχουν και εκείνων που δεν έχουν, μεταξύ των
αποκλειστικών ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και εκείνων που δεν κατέχουν
τίποτε άλλο εκτός από την εργατική τους δύναμη. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
ενισχύεται από την προκατάληψη με βάση την οποία οι δύο αντιπαρατιθέμενες
τάξεις αποδίδουν η μια στην άλλη μόνoν αρνητικά χαρακτηριστικά.
Ασχολούμαστε με την προκατάληψη εξαιτίας των βλαβερών συνεπειών της. Η
κυριότερη συνέπεια της ομαδικής προκατάληψης είναι η διάκριση. Τι σημαίνει
διάκριση; Η λέξη είναι σχετικά πρόσφατη και εισήχθη και διαδόθηκε κυρίως σε
σχέση με τη ναζιστική πρώτα και φασιστική έπειτα ρατσιστική εκστρατεία εναντίον
των Εβραίων, που θεωρήθηκαν σαν μια ομάδα «διαχωρισμένη» από την κυρίαρχη
ομάδα. «Διάκριση» σημαίνει κάτι περισσότερο από διαφορά ή απλή διάκριση, επειδή
αυτή χρησιμοποιείται πάντα με έναν αρνητικό χαρακτηρισμό.
Μπορούμε να πούμε επομένως ότι ως «διάκριση» εννοούμε μιαν άδικη ή αθέμιτη
διαφοροποίηση. Γιατί άδικη ή αθέμιτη; Επειδή έρχεται σε αντίθεση με τη
θεμελιώδη αρχή της δικαιοσύνης (εκείνη που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «κανόνα της
δικαιοσύνης»), σύμφωνα με την οποία πρέπει να μεταχειριζόμαστε ισότιμα εκείνους
που είναι ίσοι. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει διάκριση, όταν μεταχειριζόμαστε
με τρόπο ανισότιμο εκείνους που είναι ίσοι. Η αρχή της διάκρισης υπάρχει στην
κοινωνική ομάδα η οποία καθορίζει ότι η αρχή της δικαιοσύνης, που υπαγορεύει να
μεταχειριζόμαστε ισότιμα τους ίσους, ισχύει μόνον στο εσωτερικό της ομάδας και
όχι στο εξωτερικό, επειδή οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, είναι άνισοι και επομένως
πρέπει να τους μεταχειριζόμαστε διαφορετικά.
Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε σε τι πράγμα έγκειται η διάκριση,
διακρίνοντας τις φάσεις μέσα από τις οποίες αυτή αναπτύσσεται. Σε ένα πρώτο
χρόνο η διάκριση βασίζεται σε μιαν απλή πραγματολογική κρίση, δηλαδή στη
διαπίστωση της διαφορετικότητας ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο, ανάμεσα σε
ομάδα και ομάδα. Σε μια πραγματολογική κρίση αυτού του τύπου δεν υπάρχει τίποτα
το κατακριτέο. Οι άνθρωποι είναι πράγματι διαφορετικοί μεταξύ τους. Από τη
διαπίστωση ότι οι άνθρωποι είναι ανόμοιοι δεν προκύπτει ακόμα μια κρίση που να
διαχωρίζει. Η κρίση που διαχωρίζει χρειάζεται μιαν ακόμη κρίση, αυτή τη φορά
όχι πραγματολογική αλλά αξιολογική. Χρειάζεται, δηλαδή, από τις δυο
διαφορετικές ομάδες η μια να θεωρείται καλή και η άλλη κακή ή η μια να
θεωρείται πολιτισμένη και η άλλη βάρβαρη, η μια ανώτερη (τα διανοητικά
χαρίσματα, οι ηθικές αρετές) και η άλλη κατώτερη.
Στη ρατσιστική διάκριση, που είναι μια από τις πιο μισητές διακρίσεις, αυτή
η εναλλαγή ανάμεσα στην πραγματολογική κρίση και την αξιολογική κρίση γίνεται
συνεχώς. Το ότι οι νέγροι είναι διαφορετικοί από τους λευκούς είναι μια απλή
πραγματολογική κρίση. Πρόκειται άλλωστε για μιαν ορατή διαφορά. Η διάκριση
αρχίζει όταν δεν περιοριζόμαστε πλέον στο να διαπιστώνουμε ότι είναι
διαφορετικοί, αλλά προσθέτουμε ότι οι λευκοί είναι ανώτεροι από τους νέγρους,
ότι οι νέγροι είναι μια κατώτερη φυλή. Κατώτερη σε σχέση με ποιο πράγμα; Για να
πούμε ότι ένα ον είναι ανώτερο από ένα άλλο, πρέπει να έχουμε κάποιο αξιολογικό
κριτήριο. Αλλά αυτό το αξιολογικό κριτήριο συνήθως μεταβιβάζεται άκριτα στο
πλαίσιο μιας ορισμένης ομάδας και ως τέτοιο βασίζεται στη δύναμη της παράδοσης
ή σε μιαν αναγνωρισμένη αυθεντία (για παράδειγμα, σε ένα κείμενο που θεωρείται
αλάθητο από τους οπαδούς του, όπως το βιβλίο του Χίτλερ «Ο Αγών μου»).
Η διαδικασία διάκρισης δεν σταματάει εδώ, αλλά ολοκληρώνεται σε μια τρίτη
φάση, που είναι η αληθινά αποφασιστική. Προκειμένου η διάκριση να ξεδιπλώσει
όλες τις αρνητικές της συνέπειες δεν αρκεί μια ομάδα, με βάση μιαν αξιολογική
κρίση, να υποστηρίζει ότι είναι ανώτερη από μιαν άλλη. Μπορούμε κάλλιστα να
σκεφτούμε ένα άτομο που θεωρεί ότι είναι ανώτερο από ένα άλλο, αλλά δεν αντλεί
διόλου από αυτή την κρίση το συμπέρασμα ότι είναι χρέος του να το σκλαβώσει, να
το εκμεταλλευτεί ή και να το εξοντώσει. Σκεφτείτε τη συνηθισμένη σχέση ανάμεσα σε γονείς και
παιδιά.
Τίποτα δεν μπορούμε να αντιτείνουμε στην πραγματολογική κρίση σύμφωνα με
την οποία γονείς και παιδιά είναι διαφορετικοί (σε ηλικία, σε εμπειρία, σε
δύναμη κ.λπ.). Τίποτα δεν μπορούμε να αντιτείνουμε και στην εκτίμηση περί
ανωτερότητας των γονιών σε σχέση με τα παιδιά, επειδή εν μέρει αυτή η
ανωτερότητα μπορεί να θεμελιώνεται σε αντικειμενικές βάσεις, τουλάχιστον όσο τα
παιδιά είναι ανήλικα. Αλλά από αυτές τις δύο κρίσεις δεν προκύπτει διόλου η
συνέπεια ότι ο ανώτερος πρέπει να συντρίψει τον κατώτερο. Αντίθετα μάλιστα στις
οικογενειακές σχέσεις συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ως ανώτερος ο γονιός
οφείλει να βοηθάει το παιδί του. Το ίδιο συμβαίνει, για να αναφέρουμε ένα
επίκαιρο παράδειγμα, στις σχέσεις ανάμεσα σε Βορρά και Νότο του κόσμου. Κανείς
δεν αμφισβητεί την υπεροχή του Βορρά σε σχέση με το Νότο.
Αλλά από αυτή την υπεροχή κανείς δεν θεωρεί ότι μπορεί να αντλήσει το
συμπέρασμα ότι είναι καλό ο Βορράς να ζει στην αφθονία και ο Νότος να υποφέρει
από πείνα. Από τη σχέση ανώτερος-κατώτερος μπορεί να πηγάσει τόσο η αντίληψη
σύμφωνα με την οποία ο ανώτερος έχει χρέος να βοηθάει τον κατώτερο να φτάσει σε
ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας και πολιτισμού, όσο και η αντίληψη σύμφωνα με
την οποία ο ανώτερος έχει το δικαίωμα να εξοντώσει τον κατώτερο. Μόνον όταν η
διαφορετικότητα οδηγεί σε αυτόν τον δεύτερο τρόπο κατανόησης της σχέσης
ανώτερου-κατώτερου, μπορούμε να μιλήσουμε για αληθινή διάκριση με όλες τις
εκτροπές που τη συνοδεύουν (…).
*Απόσπασμα από διάλεξη που είχε δώσει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο το Νοέμβριο του
1979, στο Τορίνο με θέμα «Ο χαρακτήρας της προκατάληψης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου