Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

"Καταιγίς στη χώρα των χειμάρρων!

 

"Καταιγίς στη χώρα των χειμάρρων!

Αν σκεφτείς την Ελλάδα στη φυσική της παρουσία, θα εκπλαγείς! Θα διαπιστώσεις ότι έχεις να κάμεις με χαρακωμένο τόπο, ταραγμένο κι απόκαμο, με φτωχό και «τρεμάμενο» πεδίο, που σε απελπεί και σε ταράζει. Ταυτοχρόνως όμως θα ιδείς στη ρυτίδα και το ρόζο του μια σημασία κι αξία, που δέος σε γεμίζει για την ακαταστάλαχτη σοφία του λίγου, του λιτού, του άφατου, του κρυμμένου στα σύχλια και τα βουβά στοιχεία της φυσικής συνέχειας. Μια δαιμονία θαρρείς πως τον τόπο παρατρέχει, γιατί είναι περίεργη των ανθρώπων η κατάβαθη σπουδή: να βλέπουν πέρα από το λίγο της γης, κει στο λιανό χαμομηλάκι!.. "

 .


.

.

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…

(στο ίδιο έργο θεατές!)

Οι πλημμύρες που πλέον συμβαίνουν συχνά-πυκνά στην Ελλάδα, με κάθε αιφνίδιο-ακραίο κλιματικό φαινόμενο, επαναφέρουν το ζήτημα της χειμαρρικής διευθέτησης του ελληνικού χώρου και της υδατικής τάξης σε αυτόν. Ένα έργο υποδομών, που το είχε εκτελέσει αθόρυβα και με αποτελεσματικότητα παλαιότερα η δασική υπηρεσία, χωρίς ποτέ ν' αναγνωριστεί ως προς την αξία του, και που σταματήθηκε αδικαιολόγητα -και σίγουρα όχι με ευθύνη της, καθώς ήταν πολιτική η ευθύνη διά τούτο!..

Ας δούμε τι συμβαίνει, στα πλαίσια της επανασυνειδητοποίησής μας για το ελληνικό πλημμυρικό πρόβλημά μας, που για χρόνους το “είχαμε ξεχάσει” και που πλέον επανέρχεται επιτακτικά τα τελευταία χρόνια ζητώντας λύση! 

ΓΙΑΤΙ ΠΙΑ ΔΕ ΔΙΕΥΘΕΤΟΥΜΕ;

Σήμερα έχουμε πάψει να διευθετούμε, όπως υπεύθυνα το κάναμε στ’ όχι μακρινό παρελθόν. Έχουμε πάψει να οργανώνουμε και να δημιουργούμε στο φυσικό χώρο. Λειτουργούμε κατά βάσιν μετά το συμβάν το πλημμυρικό, τ’ οποίο οφείλεται σε δική μας υπαιτιότητα!, συνιστάμενη στο επίπεδο της μίκρο-μέσο-μέγα κλίμακας, προσπαθώντας να περιορίσουμε τις αρνητικές του συνέπειες και ν’ αποκαταστήσουμε τις ζημιές από τη δράση του. Είναι, αλήθεια, τραγικό να λειτουργείς με τον τρόπο αυτό, δηλαδή να παραβλέπεις το αίτιο και να επεμβαίνεις στο αποτέλεσμα, θεωρώντας τη φυσική διεργασία που έπεται της ανθρώπινης ενέργειας ως διευθετήσιμη, εντασσόμενο όλο αυτό το καθεστώς λειτουργίας του ανθρώπου σε μια κατάσταση κανονικότητας!

Σ’ ένα άλλο επίπεδο ενεργειών, έχουμε εισαγάγει τη λογική της τεχνοκρατίας στη διαχείριση της φύσης, κι όχι της οικολογίας, η οποία πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικώς, απαιτείται, προσπαθώντας να την αντιμετωπίσουμε σύμφωνα με τους κανόνες της μηχανικής και της οικοδομικής, και μόνον στο πλαίσιο της ωφελιμότητας για τον άνθρωπο ̇ με την ωφέλεια για το οικοσύστημα να προκύπτει ως παρεπόμενο! Δε λαμβάνουμε έτσι υπόψη ότι το φυσικό σύστημα αντιμετωπίζεται πρωτίστως με οικολογική προσέγγιση, στην οποία θα στηριχθεί η μηχανική του αντιμετώπιση για την περιβαλλοντική του αποκατάσταση, καθώς, κατά τον πάγιο οικολογικό κανόνα, η φύση θεραπεύεται με φύση. Σε αυτό το πλαίσιο ενεργειών έχουμε εκφύγει από την παλαιότερη λογική της φυσικοκεντρικής τεχνικής του έργου, π’ απαιτούσε τη μαστορική για να γενεί αποδεκτό από τη φύση και να δηλωθεί ως προς τη φυσική σημασία κι αξία του, μια λογική που κατά το παρελθόν έδωσε σημαντικά έργα μαστορικής τέχνης (φράγματα, γεφύρια, τοιχία κ.λπ.), τα οποία εντάχθηκαν, έστω κι αν δεν αναδείχθηκαν, στο σύστημα της πολύτιμης ελληνικής παράδοσης. Τα έργα αυτά συνέδεσαν την ελληνική φύση με την ελληνική παράδοση, σ’ ένα αξιακό σύστημα ζωής, με ποιότητες και νοήματα.

Είναι θα λέγαμε η αργία των καιρών, σε σχέση με την αντίληψη από τον άνθρωπο (τον Νεοέλληνα εν προκειμένω) της θέσης του στο περιβάλλον, η απομάκρυνσή του από τη γη και τις φυσικές σχέσεις, η μη εννόησή του στα θέμελα, από τα οποία εξαρτάται η συνέχειά του, που τον κάμνουν μη νοιωστό ως προς τα γύρα, ώστε αναλόγως να λειτουργήσει ως προς αυτά. Ενώ αντίστοιχα (ή αντίθετα αν θέλετε), είναι χαρακτηριστική η «άγια» θα λέγαμε προσήλωσή του στην παραγωγή και κατανάλωση ύλης, φορτώνοντας με αυτή συνεχώς κι ακατάπαστα, καταχρηστικά κι εξοργιστικά τον πλανήτη, τον τόπο του, τη γη του, τη φύση. Αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς του ανθρώπου, αυτή η νοοτροπία λειτουργίας του σε σχέση με το φυσικό προκείμενο, είναι που τον έκαμαν ασυναίσθητο των φυσικών καταστάσεων, ακάτεχο της ευθύνης του για τη γη, αδιάφορο της φύσης και των στοιχείων της και μη αισθητό των προσφορών τους.

Φτάνουμε έτσι σήμερα να παράγουμε στα πλαίσια της «στεκάμενης» εξέλιξής μας, χωρίς να δημιουργούμε προοπτικά, χωρίς να «φτιάχνουμε χώρα» ̇ χωρίς εντέλει πολιτισμό και τέχνη να μας κινεί, και χωρίς να γέμουμε και να δημιουργούμε (μόνο παράγουμε…) Στην τέτοια μας θεώρηση χάνουμε τον άνθρωπο ως αξία μα κι ως ύπαρξη (λόγω και των απωλειών ανθρώπινων ζωών που αυτή η κατάσταση μάς αποδίδει), χάνουμε την Ελλάδα, η οποία συγκροτήθη σε διαφορετική υπόσταση από την κρατούσα αντίληψη κι είναι φυσικός ο προορισμός της –στη φύση της βρίσκεται η αξία της και με αυτήν θεωρείται λειτουργικά.

Κι είναι κυριολεκτικό αυτό, δεν είναι ιδεολόγημα ή ιδεοληπτική εμμονή σε μια στατική ιδέα για τη γη ̇ το αντίθετο μάλιστα. Η σκεπτική ή αν θέλετε η φιλοσοφική διάσταση του ζητήματος εμπλέκεται κι εντέλει επιβεβαιώνεται από την πρακτική, όπως αυτή προκύπτει από τις Χίμαιρες των νεοκαιρών. Ο νεοπολιτισμός των ανθρώπων αντιπαλεύεται δυστυχώς τη φύση προκειμένου να επιβληθεί, την οποία εκμεταλλεύεται και καταπατά, χωρίς να τη λογίζει ως βασική κι απολύτως απαραίτητη παράμετρο της εξέλιξης. Η χώρα έτσι (η όποια χώρα) παρασέρνεται με στον χιμαιρικό πλημμυρισμό της, και ο άνθρωπος (ο Νεοέλληνας εν προκειμένω) χάνεται στη δίνη ορμητικών χειμαρρικών νερών!.. Και καθώς, σε αυτή τη λογική, «χιμαιρικά» είναι τα χειμαρρικά νερά, ας τα δούμε σε σχέση με την αποχή του ανθρώπου από τη δημιουργία, που εν προκειμένω αφορά στη διευθέτησή τους, και στις συνέπειες της αποχής του αυτής.

Σήμερα λείπει η διευθέτηση του τεταραγμένου χειμαρρόπληκτου ελληνικού χώρου ως ενταγμένη στη συνειδητή συμπόρευση του ανθρώπου με τη φύση, στην προσήλωση στον ευγενή σκοπό της αποκατάστασης του υποβαθμισμένου από τις ανθρώπινες πράξεις κι αξίες φυσικού περιβάλλοντος και της θεραπείας της πληγωμένης ελληνικής γης. Αυτή θα προκύψει από την εννόηση του προβλήματος και την αποδοχή σφαλμάτων και λανθασμένων χειρισμών κι αντιλήψεων –κάτι που προϋποθέτει να έχεις νοηθεί στο φυσικό γίγνεσθαι, και εν συνεχεία να ενεργείς θετικά σύμφωνα με την πνοημένη από το σκοπό θεραπεία.

Συνεχίζοντας μολοντούτο ο άνθρωπος να λειτουργεί υποβαθμιστικά στο φυσικό σύστημα, βάσει της νοοτροπίας ζωής π’ ακολουθεί, θεωρεί ότι θεραπεύει αποκαθιστώντας τη ζημιά ̇ και τούτο αποτελεί πρόβλημα της ζωής του! Το οποίο αυτό πρόβλημά του δεν αντιλαμβάνεται, λειτουργώντας μιθριδατικά και καταδικαστικά στη ζωή του!

Λείπει ο καθαρός νους, η έγερση και το κίνητρο της δημιουργίας. Λείπει ο φυσικός σκοπός, η υγιής νοοτροπία ζωής. Λείπει εντέλει η πρόνοια του ανθρώπου για το μέλλον του. Καθώς, κείνο που παλαιότερα τον προβλημάτιζε, η κατάσταση της γης, την οποία συναρτούσε με το μέλλον του σε αυτήν, σήμερα δεν τον αγγίζει, αφού προτιμά ν’ απολαμβάνει το παρόν αδιαφορώντας –με την απάθεια και την απραξία του ως προς τα τεκταινόμενα– για το μέλλον ̇ και μόνο το επώδυνο συμβάν, το τραγικό γεγονός στέκεται ικανό να τον αναστατώσει, και που μετά επανέρχεται και πάλι στο «ασάλευτο» κι αδιάφορο παρόν του.

Στις μέρες μας έχει κατά το μάλλον ή ήττον απωλεσθεί η πρότερη καλή σχέση του ανθρώπου της υπαίθρου με τα φυσικά στοιχεία, η υγιής και λειτουργική σχέση του με τον φυσικό χώρο. Σήμερα αυτός βλέπει τη γη εκμεταλλευτικά και τη φύση ως αντικείμενο της κυριαρχίας του ή και της απόλαυσής του. Έπαψε να τη νοιώθει, να λειτουργεί ένστιχτα σε σχέση με αυτήν, να είναι λειτουργός στο φυσικό γίγνεσθαι, νοός κι έντρυφος στη φυσική λειτουργία, πονητής στον τόπο.

Απομακρύνει μάλλον τον άνθρωπο από τη γη το σύστημα της ζωής που κατά μια έννοια τού επιβάλλεται, για να μπορεί να υφίσταται στην πορεία του! Οι κανόνες και οι προτεραιότητες που βάσει αυτού του συστήματος τίθενται, του υποδεικνύουν μια σχέση ζωής με τα γύρα τεχνητή και βεβαίως μη αρμοστή με το φυσικό παρόν. Τούτο τον στρέφει σ’ ενέργειες που αν δεν περιορίζουν, πάντως αλλοιώνουν και υποβαθμίζουν τη φύση.

Επιπροσθέτως, η εξέλιξη των καιρών εν σχέσει με τον τρόπο λειτουργίας των ανθρώπων στον φυσικό χώρο αποστασιοποίησε αυτούς από τις πράξεις και τις παραδοσιακές τεχνικές οικολογικής διαχείρισης της γης, καθώς κι από τις τέχνες που είχαν σχέση με το φυσικό αντικείμενο κι έπαιρναν έμπνευση και ιδέα από αυτό, μεταβιβαζόμενες από γενιά σε γενιά προγόνων. Χάθηκε έτσι η πολύτιμη συνέχεια με το χθες, που έκαμε τους ανθρώπους της υπαίθρου μεταλαμπαδευτές γνώσης, πολύτιμης εμπειρίας και σεβαστής σοφίας ως προς τον τρόπο να νοείς και να ενεργείς στο φυσικό χώρο. Χάθηκε η παλαιότερη κουλτούρα φύσης και φυσικής ζωής.

Χάθηκαν οι μαστόροι της πράξης, οι δουλευτές εν προκειμένω της πέτρας και της τεχνικής στο να στήνεις θέμελους τοίχους, έρριζους της γης. Δεν ημπορείς μετά τούτων να ζητήσεις σήμερα από τη φραγματική στους χειμάρρους να ιδωθεί κατά το αλλοτινό της παρελθόν, π’ αποτέλεσε ιδανικό πρότυπο διαχείρισης του φυσικού χώρου, αφού δεν υπάρχουν πια οι τεχνίτες και οι μαστόροι, ούτε και ο υπαίθριος Έλλην, που θα υποστηρίξουν το σημαντικό εγχείρημα. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο κακό της εξέλιξής μας, ότι απωλέσαμε τη σχέση με το χθες κι εχάθη η πολύτιμη βάση ζωής για το αύριο. Μαζί χάθηκαν οι ποιότητες κι αξίες που από αυτή τη σχέση απέρρεαν και καθόριζαν τον τρόπο έκφρασης, λειτουργίας και δημιουργίας στον υπαίθριο ελληνικό χώρο.

(…)

Τότε, στα χρόνια της δημιουργικής διαπάλης των 50 σχεδόν χρόνων της δασικής φραγματικής ιστορίας, απεδώθησαν από τη δασική υπηρεσία διευθετημένοι επικίνδυνοι χείμαρροι (μετά των λεκανών απορροής τους), οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα θεωρούνται πρακτικώς αποσβεσμένοι. Όμως το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί κι απέμεινε αρκετό ακόμα να γίνει. Εκτός αυτού, υπήρχε ανάγκη συντήρησης, συμπλήρωσης κι επισκευής των δημιουργηθέντων έργων, όπου απαιτούνταν, τα οποία είχαν υποστεί τη φυσική τού χρόνου φθορά, αλλά και τη ζημιά του ανθρώπου!

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έκτοτε, η δασική υπηρεσία δε συνέχισε την προηγούμενη συστηματική προσπάθεια διευθέτησης του ορεινού και ημιορεινού χώρου, κι αυτό μοιραία πρέπει να συσχετιστεί με την εγκατάλειψη του χώρου αυτού από τους ανθρώπους του –επήλθε η ερήμωση λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης. Ήταν μετά τούτων ζήτημα πολιτικής η συνέχιση ή μη της προσπάθειας φυσικής αποκατάστασης του χειμαρρόπληκτου ελληνικού χώρου, κι αποφασίστηκε η μη συνέχιση της προσπάθειας από τις πολιτικές εξουσίες, αφού ήταν επιλογή τους η εγκατάλειψη του ερημωμένου ορεινού κι ημιορεινού χώρου. Δεν υπήρχε πλέον «ενδιαφέρον» σε αυτόν, κι αυτή την πολιτική της εγκατάλειψης από τις εκάστοτε πολιτικές εξουσίες πληρώνει κατά το μάλλον ή ήττον η χώρα με τους συνεχείς πλημμυρισμούς της. Θεωρώντας δε το ζήτημα των τακτικών πια πλημμυρισμών της χώρας και ως συνέπεια της αλλαγής των κλιματικών δεδομένων, κρίνεται εντονότερη η ανάγκη της φυσικοτεχνικής διευθέτησης του ορεινού ελληνικού χώρου, κάτι από το οποίο απέχει η πολιτεία!

Η δασική υπηρεσία δεν μπόρεσε να συνεχίσει το έργο της, ακριβώς διότι η πολιτική που αφορούσε στην εξέλιξη της χώρας και λογίζονταν ως αναπτυξιακή δεν ενέτασσε στα πλάνα της την ορεινή ύπαιθρο ως παράγοντα της ανάπτυξης αυτής. Μοιραίο επακόλουθο ήταν η πρωτεύουσα υπηρεσία που ενεργούσε στα ψηλά της χώρας, η δασική υπηρεσία, να παραγκωνιστεί στο ρόλο της και την αποστολή της, αφού πια η ενέργειά της στο χώρο αυτό δεν ήταν απαιτητή.

(…)

Η αποκατάσταση του φυσικού χώρου σήμερα, εφόσον δεν είναι συστηματική, όπως παλιά, και δε «βλέπει» το πρόβλημα συνολικά, αλλά το αντιμετωπίζει περιπτωσιακά κι αποσπασματικά, οδηγεί σε μη ολοκληρωμένο αποτέλεσμα σε σχέση με τη χειμαρρική διευθέτηση της χώρας, και στη δημιουργία έργου που υπολείπεται της απαίτησης φυσικής αποκατάστασης ολιστικού χαρακτήρα. Η κατά περίπτωση αντιμετώπιση της κατάστασης είναι εμβαλωματική και σαφώς μη αποτελεσματική.

Η αποκατάσταση στους κατοπινούς καιρούς εστιάστηκε στον περιορισμό των επιπτώσεων από τις παραπάνω αρνητικές συνέπειες στην περιοχή του συμβάντος, με υδρονομικά έργα που ήταν τεχνικά (χωμάτινα φράγματα, κλαδοπλέγματα, αποστραγγιστικές τάφροι, συρματοπλέγματα κ.ά.) και φυτοτεχνικά - αναδασωτικά. Το ζήτημα όμως της σύνολης διευθέτησης των υποβαθμισμένων και χειμαρρόπληκτων περιοχών παρέμενε ανοικτό, αφού η συνέχεια των αποκαταστάσεων δεν υπήρξε, και δυστυχώς οι νέες καταστάσεις (των καταστροφών), που ήταν μεγαλύτερης κλίμακας σε σχέση με τις παλαιότερες, το επανέφεραν δραματικά, ως αδήριτη πλέον ανάγκη για μια τέτοια ολιστικού χαρακτήρα πολιτική λειτουργίας του ορεινού ελληνικού χώρου.

Εξάλλου, η αποκατάσταση λόγω του αιφνίδιου γεγονότος (πυρκαγιά, εκχέρσωση, ολίσθηση εδαφών κ.λπ.) αναφέρονταν αποκλειστικά στη θεραπεία λόγω του γεγονότος τούτου κι όχι στο γεγονός της σύνολης υποβάθμισης του φυσικού οικοσυστήματος από αίτια των οποίων η θεραπεία δεν πραγματοποιήθηκε. Από ένα τέτοιο πνεύμα αποκατάστασης, που ίσχυε παλαιότερα, οι άνθρωποι στους νέους καιρούς αποστασιοποιήθηκαν.

Χώρια που στον τομέα της αποκατάστασης παρεισέφρυσαν και παρεισφρύουν φορείς, υπηρεσίες και επαγγελματικοί κλάδοι, μη σχετικοί με το αντικείμενο αυτό (με τη γεωτεχνία εν συνδυασμώ με την οικολογία), που δημιουργούν πρόβλημα ή και κακό στο έργο της θεραπείας κι ορθής αποκατάστασης των φυσικών (δασικών) οικοσυστημάτων, και στη λειτουργία του ορεινού χώρου!

Η αποσπασματική όμως παραπάνω αντιμετώπιση, η εστιασμένη στη ζημιά (στο πρόβλημα) κι όχι στη θεραπεία στο φυσικό οικοσύστημα ως σύνολο, δεν επέφερε την ορθή οικολογική λειτουργία σε αυτό, αφού τα αίτια της υποβάθμισής του εξακολουθούσαν και εξακολουθούν, και το πρόβλημα της διάβρωσης αποτελούσε, και αποτελεί, ένα μόνιμο και μη αντιμετωπίσιμο κακό.

Στις μέρες μας, χείμαρροι που μείναν κατά το παρελθόν αδιευθέτητοι εξακολουθούν να «κατατρώγουν» τη χώρα, άλλοι δε επανήλθαν σε δραστηριότητα λόγω πλήρωσης των φραγμάτων διευθέτησής τους με φερτά υλικά φθορών τους, καθώς και καταστροφής των φυτοκομικών (κυρίως από πυρκαγιές) ή των τεχνικών έργων διευθέτησης. Σε τούτα έρχεται να προστεθεί η υποβάθμιση του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος με νέου τύπου ή κλίμακας καταστροφές –π.χ. τις μεγα‐πυρκαγιές που πια μονίμως συμβαίνουν–, με την αγνόησή του από τον Νεοέλληνα, ο οποίος έχει αποστασιοποιηθεί από αυτό και λίγο τον απασχολεί η κατάστασή του.

Θα υποστηρίζαμε ότι, λόγω μη ολοκλήρωσης της σημαντικής προηγούμενης προσπάθειας διευθέτησης του χειμαρρόπληκτου ελληνικού χώρου, αλλά και της γενικότερης απαξίωσης του χώρου αυτού, με την εγκατάλειψη του και τη συνεχή υποβάθμισή του, η χειμαρρική απειλή αποτελεί σήμερα έναν κίνδυνο ο οποίος βεβαίως ποτέ δεν εξέλειπε, όμως επανέρχεται ως ένας από τους μεγαλύτερους για την «ακεραιότητα» της χώρας!

(από το βιβλίο Αντωνίου Καπετάνιου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2018, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=49135)

Από Αντώνιος Καπετάνιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου